- χορδοποιικός
- χορδοποιικόςmaker of stringsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορδοποιϊκός — ή, όν, Α [χορδοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορδοποιία … Dictionary of Greek
χορδοποιικῶς — χορδοποιικός maker of strings adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)